- πολύυδρος
- -η, -ο / πολύυδρος, -ον, ΝΑαυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -υδρος (< ὕδωρ, -ατος), πρβλ. μελάν-υδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύυδρος — abounding in water masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύυδρον — πολύυδρος abounding in water masc/fem acc sg πολύυδρος abounding in water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύδροις — πολύυδρος abounding in water masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύδρου — πολύυδρος abounding in water masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύδρους — πολύυδρος abounding in water masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυύδρῳ — πολύυδρος abounding in water masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυυδρία — η, ΝΑ [πολύυδρος] η αφθονία νερού … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՋՈՒՐ — (ջրի.) NBH 1 415 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. πολύυδρος aquosus Որոյ ջուրն է բազում. ջրարբի. ջուրը շատ. *Զերաշտացեալ տեղիսն՝ բազմաջուրս գործիցեն. Պղատ. օրին. ՟Զ: *Որպէս փոքր առու մի առ բազմաջուր գետս. Վրք. ոսկ.: *Զուարճասցին իբրեւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)